- υμενόστομα
- τα, Νζωολ. τάξη βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hymenostome (< υμένας + στόμα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ολότριχα — Τάξη βλεφαριδοφόρων πρωτόζωων που χαρακτηρίζεται από τις απλές βλεφαρίδες, οι οποίες, πολλές φορές, ενώνονται και σχηματίζουν κυματοειδείς μεμβράνες. Τα ο. διαιρούνται σε τέσσερις υποτάξεις: γυμνόστομα, τριχόστομα, υμενόστομα και άστομα. Σε… … Dictionary of Greek
παραμήκιο — Γένος πρωτόζωων της ομοταξίας των βλεφαριδωτών ή εγχυματογενών. To paramaecium aurelia, που παίρνουμε ως παράδειγμα, είναι μονοκύτταρος οργανισμός, σχήματος ωοειδούς, μήκους περίπου 0,25 χιλιοστών, ο οποίος ζει στα εγχύματα και στα βαλτώδη νερά.… … Dictionary of Greek
τετραϋμένη — και τετραϋμένα, η, Ν ζωολ. γένος βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων τυπικός εκπρόσωπος τής τάξης υμενόστομα … Dictionary of Greek
βλεφαριδωτά — Ομοταξία μονοκύτταρων πρωτόζωων που ζουν κατά μάζες στα λιμνάζοντα νερά· ονομάζονται και εγχυματόζωα επειδή αναπτύσσονται πολύ εύκολα στα εγχύματα. Στα β., το κυτταρόπλασμα έχει διαφοροποιηθεί και σχηματίζει ειδικά μικρά όργανα, χρήσιμα στη… … Dictionary of Greek